-
1 βῦζα
-
2 bubo
būbo, ōnis, m. (onomatop., wie βύας, βῦζα), der Uhu (Strix Bubo, L.), bei den Alten, wie bei uns, durch sein Schreien Unglücksprophet, Varr. LL. 5, 75. Ov. met. 5, 550. Plin. 10, 34. Apul. flor. 13. Arnob. 2, 59. Amm. 30, 5, 16. Vulg. levit. 11, 17. Anthol. Lat. 390, 28 (385, 28). – auch fem. (vgl. Prisc. 6, 14), Verg. Aen. 4, 462. Lampr. Commod. 16, 5.
-
3 βύας
-
4 bubo
būbo, ōnis, m. (onomatop., wie βύας, βῦζα), der Uhu (Strix Bubo, L.), bei den Alten, wie bei uns, durch sein Schreien Unglücksprophet, Varr. LL. 5, 75. Ov. met. 5, 550. Plin. 10, 34. Apul. flor. 13. Arnob. 2, 59. Amm. 30, 5, 16. Vulg. levit. 11, 17. Anthol. Lat. 390, 28 (385, 28). – auch fem. (vgl. Prisc. 6, 14), Verg. Aen. 4, 462. Lampr. Commod. 16, 5.
См. также в других словарях:
Βύζα — Βύζᾱ , Βύζης masc nom/voc/acc dual Βύζης masc voc sg Βύζᾱ , Βύζης masc gen sg (doric aeolic) Βύζης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύζα — βύ̱ζᾱ , βῦζα fem nom/voc/acc dual βύ̱ζᾱ , βῦζα fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βύζᾳ — Βύζαι , Βύζης masc nom/voc pl Βύζᾱͅ , Βύζης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύζᾳ — βύ̱ζᾱͅ , βῦζα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βύζας — Βύζᾱς , Βύζης masc acc pl Βύζᾱς , Βύζης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βύζαν — Βύζᾱν , Βύζης masc acc sg (epic doric aeolic) Βύζης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύζας — βύ̱ζᾱς , βῦζα fem acc pl βύ̱ζᾱς , βῦζα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούζουνας — ο και βουζούνα, η και βουζούνι, το σπυρί με πύο, δοθιήν, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. βυζούνι < βυζούνι < βύζα, μεγεθ. του ουσ. βυζί*. Ο τ. βούζουνας μεγεθ. του ουσ. βουζούνι] … Dictionary of Greek
κράβυζος — κράβυζος, ὁ (Α) είδος οστρακοδέρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν δεν πρόκειται για δάνεια λ., ίσως να προέρχεται από αμάρτυρο *κραβό βυζος (με συλλαβική ανομοίωση) < κράβος «είδος θαλάσσιου πουλιού» + βῦζα «κουκουβάγια». Σημασιολογικά, ωστόσο … Dictionary of Greek
μεθύστρα — η 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού 2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική 3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. στρα (πρβλ. βυζά στρα, πλύ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek