-
1 ὦτος
-
2 Ώτος
-
3 Ὦτος
-
4 ὦτος
A a horned or eared owl,ὁ δ' ὦτος.., περὶ τὰ ὦτα πτερύγια ἔχων Arist.HA 597b21
, cf. Plu.2.961e, v.l. ib.52b: Ath.9.390d appears to identify it with the ὠτίς, but this is due to interpolation.III ὦτα· τὰ μὴ στρογγύλα, Hsch.; but ὦτοι λίθοι in IG4.823.66 ([place name] Troezen) is wrongly read, v. ὧ 11. -
5 Ωτος
ὅ От1) сын Алоэя и Ифимедии, который, вместе с братом Эфиальтом, был убит Аполлоном за посягательство на власть богов Hom., Plat., Luc.2) предводитель эпейцев, союзник ахеян Hom. -
6 ωτός
-
7 ὠτός
-
8 ώτος
-
9 ὦτος
-
10 Ὦτος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ὦτος
-
11 ὦτος
ὦτος, ὁ, die Ohreule -
12 ωτος
-
13 πολύ-ωτος
πολύ-ωτος, vielöhrig, Luc. Philopatr. 3.
-
14 τετρά-ωτος
τετρά-ωτος, mit vier Ohren od. Handhaben, Ath. XI, 483 a.
-
15 βραχύ-ωτος
βραχύ-ωτος, κώϑων, kurzhenklig, Henioch. com. Ath. XI, 483 e.
-
16 μόν-ωτος
-
17 δί-ωτος
-
18 ἄ-ωτος
-
19 ἄμφ-ωτος
-
20 ακουκούλ(λ)ωτος
η, ο1) не носящий капюшона; 2) с непокрытой головой; 3) раскрытый;κοιμάται και το χειμώνα ακουκούλ(λ)ωτος — он и зимой спит раскрытым
См. также в других словарях:
Ὦτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… … Dictionary of Greek
ωτός — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ὁ, Α βλ. ώτος … Dictionary of Greek
ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] … Dictionary of Greek
πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] … Dictionary of Greek