-
1 Otus
Ὦτος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Otus
-
2 раковина
1. (дефект в отливке) η σπη-λαίωση, η κοιλότηταгазовая - ο εγκλεισμός του αερίου, η φυσαλίδα εντός μετάλλου/χυτού- σημείου2. (водопроводная) о νεροχύτης, (умывальник) о νιπτήρας 3. (твёрдый защитный покров некоторых беспозвоночных животных) το όστρακο, η κόγχη, το κοχύλι, το καύκαλο 4. (мед., анат.) η κόγχηушная - του ωτός/αυτιού 5 (телефона) το ακουστικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раковина
-
3 улитка
1. (компрессора, насоса) о σαλίγκαρος, το (σπειροειδές) κέλυφος 2. (зо-ол.) о σάλιαγκας, ο σαλίγκαρος, ο κοχλίας, разг. το σαλιγκάρι 3. анат. (внутреннего уха) о κοχλίας (του ωτός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > улитка
-
4 мочка
мочкаж (уха) ἡ ρόγα τοῦ αὐτοῦ, ὁ λοβός τοῦ ὠτός. -
5 ушнби
ушн||би́прил ὠτιαίος, ὠτικός:\ушнбиая раковина τό πτερύγιο τοῦ ὠτός (τοῦ αὐτιοῦ)· \ушнбио́е зеркало τό ὠτοσκόπιο[ν]· \ушнбио́й врач см. ушник· \ушнбиые болезни οἱ παθήσεις τῶν αὐτιών \ушнбиа́я боль ὁ πόνος τοῦ αὐ-τιοῦ, ἡ ὠταλγία. -
6 выемчатый
επ.βαθουλός, -ωτός, με εσοχές. -
7 плоёный
επ. παλ. βοστρυχώδης, -ωτός, ο-ντουλαριστός. -
8 тростниковый
επ.καλάμινος, -μένιος• καλαμώδης, -ωτός•-ые заросли καλαμώδη φυτά•
-ое болото καλαμώδης βάλτος•
тростниковый сахар καλα-μοζάχαρο•
-ая корзина καλαμένιο καλάθι•
-ая крыша καλόμοσκεπή.
-
9 Helot
subs.P. Εἱλώτης, ὁ; P. also Εἵλωτες.met., slave: P. and V. δοῦλος.Of helots, adj.: P. εἰλωτικός.——————Εἵλως, -ωτος ὁ, or Εἱλώτης, -ου, ὁ.Of Helots, adj.: Εἱλωτικός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Helot
-
10 Cupid
Ἔρως, -ωτος, ὁ, or say, son of Aprodite.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cupid
-
11 Eros
Ἔρως, -ωτος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eros
-
12 Nepos
Νέπως, -ωτος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nepos
См. также в других словарях:
Ὦτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… … Dictionary of Greek
ωτός — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ὁ, Α βλ. ώτος … Dictionary of Greek
ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] … Dictionary of Greek
πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] … Dictionary of Greek