-
1 βιοφειδής
βῐο-φειδής, ές,A penurious, AP6.251 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιοφειδής
См. также в других словарях:
πολυφειδής — ές, Μ εξαιρετικά φειδωλός, οικονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φειδής (< φείδομαι), πρβλ. βιο φειδής] … Dictionary of Greek