-
1 βιαιοκλώψ
A stealing forcibly, Lyc.548.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιαιοκλώψ
См. также в других словарях:
οψίκλωψ — ὀψίκλωψ, κλωπος, ὁ (Α) αυτός που κλέβει κατά τη διάρκεια της νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + κλώψ (< κλέπτω), πρβλ. βιαιο κλώψ] … Dictionary of Greek