-
1 Βατ'
-
2 Βᾶτ'
-
3 βατ'
βᾶτε, βάζωspeak: fut ind act 2nd plβᾶται, βάζωspeak: fut ind mid 3rd sgβᾶτε, βαίνωwalk: aor imperat act 2nd plβᾶτε, βαίνωwalk: aor ind act 2nd pl (doric) -
4 βᾶτ'
βᾶτε, βάζωspeak: fut ind act 2nd plβᾶται, βάζωspeak: fut ind mid 3rd sgβᾶτε, βαίνωwalk: aor imperat act 2nd plβᾶτε, βαίνωwalk: aor ind act 2nd pl (doric) -
5 βατέω
II at Delphi, = πατέω, Plu. 2.292e. -
6 βατήρ
A that on which one treads, threshold, ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν β. τῆς θύρας, prov. of those who 'come to the point', 'hit the nail on the head', Amips.26; base of a statue, IG11(2).147.18 (Delos, iv B. C.),Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7
(Nisyros, iii B. C.).2 place from which one jumps, AB224, Hsch., Eust.1404.56.5 one who walks, Hsch. -
7 βατηρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βατηρία
-
8 βατήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βατήριον
-
9 βατηρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βατηρίς
-
10 βάτης
-
11 βατῆρος
βᾰτ-ῆρος· ἐξ ἐχίνου σφάκελος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βατῆρος
-
12 βάταλος
Grammatical information: m.Derivatives: βαταλίζομαι `live like a β.' (Theano), - ίζω ( τὰ ὀπίσθια, of a horse) `turn to and fro' ( Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) βατᾶς ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; βαδᾶς κίναιδος ὡς Άμερίας H. - Demosthenes was called Βάτ(τ)αλος in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying λ for ρ and so for βατταρίζειν `stammer' say βατταλίζειν; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One suggested connection with βατέω `mount'; but that βαδᾶς would be after βάδην, βαδίζω is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly σπάταλος, which shows Pre-Gr. origin (as does τ\/δ).Page in Frisk: 1,225-226Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάταλος
См. также в других словарях:
βατ — το (λ. αγγλ.), μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής ισχύος: Πόσα βατ είναι η λάμπα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατ — (watt). Μονάδα μέτρησης δύναμης (ισχύος). Αντιστοιχεί σε 1 τζάουλ ανά δευτερόλεπτο και έχει σύμβολο W … Dictionary of Greek
Βᾶτ' — Βατί , Βατίς skate fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βᾶτ' — βᾶτε , βάζω speak fut ind act 2nd pl βᾶται , βάζω speak fut ind mid 3rd sg βᾶτε , βαίνω walk aor imperat act 2nd pl βᾶτε , βαίνω walk aor ind act 2nd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βατ, Τζέιμς — (James Watt, Γκρίνοκ, Σκοτία 1736 – Χίθφιλντ, Μπέρμιγχαμ 1819). Σκοτσέζος εφευρέτης, κατασκευαστής της πρώτης ατμομηχανής που λειτούργησε ομαλά και μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί ως παραγωγός κινητήριας δύναμης στη βιομηχανία. Πριν από αυτόν, ο Παπέν … Dictionary of Greek
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
ημιβατικός — ή, ό (για ηλεκτρικό λαμπτήρα) αυτός που καταναλίσκει μισό βατ κατά κηρίο φωτεινής ισχύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βατ ικός (< βατ, μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. watt)] … Dictionary of Greek
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek
κιλοβάτ — (ΚW). Πολλαπλάσιο του βατ (W), δηλαδή της βασικής μονάδας ισχύος στον ηλεκτρισμό. H μονάδα του ηλεκτρικού ρεύματος που διαρρέει έναν αγωγό ισούται με 1 W (βατ), όταν η ένταση του ρεύματος ισούται με ένα Α (αμπέρ) και στα άκρα του αγωγού η τάση… … Dictionary of Greek
ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek