-
81 προς-ερέω
προς-ερέω, fut. zu προςεῖπον, προςαγορεύω, perf. προςείρηκα, προςείρημαι, fut. pass. προςρηϑήσομαι u. s. w., – 1) ich werde anreden, begrüßen, von Einem, der sich dem Tempel einer Gottheit nahet, ich werde anbeten, Her. 2, 72. – 2) ich werde dazu sagen, hinzusetzen, übh. benennen, ταὐτὸν προςερεῖς ὄνομα, Plat. Soph. 224 b; τί προςεροῦμεν ὄνομα ξυμπάσας δυνάμεις, 227 b; βασιλικὸς ὀρϑῶς προςρηϑήσεται, Polit. 259 b; πᾶν νόσον προςρητέον, Tim. 86 b.
-
82 ἀξίωσις
ἀξίωσις, ἡ, 1) die Würdigung, Her. 6, 133; übh. wie ἀξίωμα, Würde, Ansehen, Thuc. 2, 65; μορφῆς ἀξιώσει βασιλικός Dion. Hal. 1, 58; die Meinung, Thuc. 3, 9; ἀξίωσιν λαβεῖν, eine Meinung fassen, 2, 88. – 2) Bitte, Thuc. 1, 37. 41; Pol. 1, 67 u. öfter; ἀξ. ἔγγραφος, schriftliches Gesuch, Plut. Demetr. 42. – 3) die Geltung od. Bedeutung eines Wortes, ὀνόματος Thuc. 3, 82.
-
83 ἰδιωτικός
ἰδιωτικός, den Privatmann betreffend; σῖτος καὶ ἑωυτοῦ (βασιλέως) καὶ ἰδιωτικός Her. 1, 21; Ggstz von βασιλικός, Plat. Critia 117 b; εἴτε πολιτικὸν σύγγραμμα εἴτε ἰδιωτικόν Phaedr. 258 d; λόγοι Rep. VI, 492 d; Folgde; λόγοι, Privatsachen, D. Hal. de vi Dem. 56. – Kunstlos, unerfahren, unwissend, Plat. Ion 532 b Euthyd. 282 d u. Sp.; ὑπόνοια, dem συνετός entggstzt, S. Emp. adv. phys. 1, 63. – Adv., ἰδιωτικῶς ἔχειν, unerfahren sein, Plat. Crat. 394 a; aber εὖ τὸ σῶμα ἔχων καὶ μὴ ἰδιωτικῶς ἢ φαύλως Legg. VIII, 839 e bezieht sich, wie Xen. Mem. 3, 12, 1 ff., auf vernachlässigte Ausbildung des Körpers durch die gymnastischen Uebungen. Auch vom Ausdrucke, gemein, Arist. poet. 22.
-
84 Ιππων
I.(город в Ливии, на берегу Нумидийского залива) Polyb.
II.- ωνος ὅ Гиппон (родом из Регия, философ, близкий по идеям и, предполож., по времени к ионической школе, особенно к Фалесу) Arst., Sext. -
85 дом
домм1. (здание) τό σπίτι, ἡ οίκία, τό κτίριο[ν]:жило́й \дом ἡ κατοικία· многоквартирный \дом ἡ πολυκατοικία· многоэтажный \дом τό πολυόροφο σπίτι·2. (жилье, квартира) ἡ κατοικία, τό σπίτι, τό διαμέρισμα:и́з \дому ἀπό τό σπίτι· доставка на \дом ἡ διανομή κατ' οίκον3. (семья, хозяйство) τό σπίτι, τό σπιτικό, ἡ ἐστία, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμιλιά:хозяин \дома ὁ οίκοδεσπότης, ὁ νοικοκύρης τοδ σπιτιού· хлопотать по \дому ἀσχολούμαι με τό νοικοκυριό·4. (клуб) τό σπίτι, ἡ στέγη, ὁ οίκος:\дом ученых ὁ οίκος τοῦ ἐπιστήμονα· \дом культуры τό σπίτι τοῦ πολιτισμοὔ \дом пионеров τό σπίτι τῶν πιονιέρων· \дом отдыха τό σπίτι ἀνάπαυσης· Родильный \дом τό μαιευτήριο· детский \дом τό παιδικό ἀσυλο, τό ὀρφανοτροφείο[ν]· (заведение, предприятие) уст.:торговый \дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \дом умалишенных τό φρενοκομείο, τό ψυχιατρείο· исправительный \дом τό σωφρονιστήριο·6. (династия) ὁ βασιλικός οίκος· ◊ ночлежный \дом τό πανδοχείο, τό νυκτερινό ἄσυλο· публичный \дом τό χαμαιτυπεῖο, τό πορνείο· работать на \дому́ ἐργάζομαι στό σπίτι· разойтись по \дома́м πηγαίνετε στά σπίτια σας· вне \дома ἔξωἀπό τό σπίτι. -
86 королевский
королев||скийприл βασιλικός. -
87 лейб-медик
лейб-медикм ист. ὁ ίατρός τῶν ἀνακτόρων, ὁ βασιλικός ίατρός. -
88 тронный
трон||ныйприл τοῦ θρόνου:\тронныйная речь ὁ λόγος τοῦ θρόνου, ὁ βασιλικός λόγος· \тронныйный зал ἡ αίθουσα τοῦ θρόνου. -
89 царский
царск||ийприл τσαρικός, βασιλικός:\царскийое правительство ἡ τσαρική κυβέρνηση· ◊ \царскийая во́дка хим. τό βασιλικόν δδωρ, μίγμα νιτρικοῦ καί ὑδροχλωρικοῦ ὁξέος. -
90 ανύπανδρος
ος, ον, ανύπαντρος, η, ο неженатый, холостой; незамужняя;§ ανύπα βασιλικός όπου κ' άν πάει μυρίζει — погов. холостяк везде желанный гость
-
91 επίτροπος
ο1) опекун; 2) управляющий, заведующий;επίτροπος ναού — церковный староста;
3) комиссар; уполномоченный; представитель;του λαού — народный комиссар;βασιλικός (κυβερνητικός) επίτροπος — королевский (правительственный) комиссар;
επίτροπος στρατοδικείου — военный прокурор;
επισκοπικός ( — или αρχιερατικός) επίτροπος — наместник епископа
-
92 πήχυς
(-εως) ο1) аршин (мера длины);τεκτονικός πήχυς 0,75 — м;
τετραγωνικός πήχυς 9/16 — кв. м;
βασιλικός πήχυς 1 — м;
εμπορικός πήχυς — аршин (=64 см);
2) анат.:ο πήχυς (τού χεριού) — предплечье;
3) длинная, тонкая, узкая доска;4) спорт. планка или верёвка (при прыжках в высоту) -
93 Βασιλικοίς
-
94 Βασιλικοῖς
-
95 Βασιλικού
-
96 Βασιλικοῦ
-
97 Βασιλικώι
-
98 Βασιλικῶι
-
99 Βασιλικών
-
100 Βασιλικῶν
См. также в других словарях:
βασιλικός, -η — βασιλικός, ή και ιά, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο βασιλιά: Τα βασιλικά κτήματα θα περιέλθουν στο δημόσιο. 2. οπαδός του βασιλικού πολιτεύματος: Οι βασιλικοί στην Ελλάδα αποτελούν μειοψηφία. 3. αυτός που απορρέει ή αρμόζει σε βασιλιά:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βασιλικός — royal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλικός — royal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
βασιλικός — ο το φυτό «Ώκιμον το βασιλικόν»: Τα γλαστράκια με βασιλικό διώχνουν τα κουνούπια το καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βασιλικὸς μόλιβδος οὐ καταδύεται. — См. Казенное добро в воде не тонет, в огне не горит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βασιλίκος, Άγγελος — Αγωνιστής του 1821. Πολέμησε στην κεντρική Μακεδονία μαζί με άλλους καπεταναίους, που έφτασαν έως τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος έγραψε στις 4 Ιουνίου 1821 στον Εμ. Παπά: «Ιδού με την δύναμιν του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού εκινήθημεν εις… … Dictionary of Greek
Βασιλικός, Βασίλης — (Καβάλα 1934 –). Συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως σκηνοθέτης σε ελληνικές ταινίες ντοκιμαντέρ και συνεργάστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο στο σενάριο της ταινίας Μικρές Αφροδίτες. Ανέλαβε επίσης… … Dictionary of Greek
Άνω Βασιλικός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 230 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek
βασιλικά — βασιλικός royal neut nom/voc/acc pl βασιλικά̱ , βασιλικός royal fem nom/voc/acc dual βασιλικά̱ , βασιλικός royal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλικώτερον — βασιλικός royal adverbial comp βασιλικός royal masc acc comp sg βασιλικός royal neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)