Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βᾰσῐλεύς

  • 1 государь

    госуда́||рь
    м ист. ὁ βασιλεύς, ὁ ἄναξ, ὁ κυρίαρχος / ὁ κύριος (в обращении)· милостивый \государь (в обращении) уст. ἀξιότιμε κύριε.

    Русско-новогреческий словарь > государь

  • 2 король

    король
    м ὁ βασιληάς, ὁ βασιλεύς, ὁ ἄναξ / ὁ ρήγας (в картах)! ὁ βασιληάς (στό σκάκι) (в шахматах).

    Русско-новогреческий словарь > король

  • 3 царь

    цар||ь
    м
    1. ὁ τσάρος·
    2. перен ὁ βασιλιάς, ὁ βασιλεύς:
    лев--зверей τό λιοντάρι εἶναι βασιλιάς τῶν θηρίων ◊ \царьколокол τό τσαρκόλοκολ (ή μεγαλύτερη καμπάνα той Κρεμλίνου)· \царьпу́ш-ка ἡ τσαρπούσκα (τό μεγαλύτερο κανόνι τοδ Κρεμλίνου)· при \царье Горохе шутл. τόν καιρό τοῦ Νώε.

    Русско-новогреческий словарь > царь

  • 4 King

    subs.
    P. and V. βασιλεύς, ὁ, Ar. and V. ναξ, ὁ, κοίρανος, ὁ, V. νάκτωρ, ὁ, κριος, ὁ; see also Chief.
    Tyrant: P. and V. τύραννος, ὁ, μόναρχος, ὁ, δεσπότης, ὁ.
    Be king of, v.: P. and V. βασιλεύειν (gen.), κρατεῖν (gen.), ἄρχειν (gen.); see Rule.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > King

  • 5 Lord

    subs.
    Nobleman: P. and V. δυνάστης, ὁ.
    Master: P. and V. δεσπότης, ὁ.
    Chief: P. and V. ἡγεμών, ὁ, προσττης, ὁ. Ar. and V. ἐπισττης, ὁ (rare P.). ἄρχων, ὁ, ναξ, ὁ, κοίρανος, ὁ, πρόμος, ὁ, ταγός, ὁ, V. ἀρχηγός, ὁ, ἄκτωρ, ὁ, νάκτωρ, ὁ; see Chief.
    King: P. and V. βασιλεύς, ὁ, τύραννος, ὁ, V. κριος, ὁ, κρέων, ὁ.
    Lords, chief men: also use V. ριστῆς, οἱ.
    Husband: see Husband.
    ——————
    v. intrans.
    Lord it over: P. and V. δεσπόζειν (gen.; V. also acc.), προστατεῖν (gen.); see also Rule.
    Lorded over: V. δεσποτούμενος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lord

  • 6 Royalty

    subs.
    P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό, τυραννς, ἡ.
    Royal person: P. and V. βασιλεύς, ὁ; see king, or use V. τυραννς, concretely (Æsch., Choe. 973).
    Tax: Ar. and P. τέλος, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Royalty

  • 7 Ruler

    subs.
    P. and V. ἄρχων, ὁ, παρχος, ὁ.
    Lord: P. and V. δυνάστης, ὁ; see also Magistrate.
    King: P. and V. βασιλεύς, ὁ, Ar. and V. ναξ, ὁ, κοίρανος, ὁ, V. νάκτωρ, ὁ, κύριος, ὁ; see also Chief.
    Tyrant: P. and V. τύραννος, ὁ, μόναρχος, ὁ, δεσπότης, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ruler

  • 8 Sovereign

    adj.
    P. and V. κριος.
    Potent efficacious: P. and V. δραστήριος.
    Sovereign throne: V. θρόνοι πναρχοι.
    Sovereign power: V. παντελὴς μοναρχία, ἡ.
    ——————
    subs.
    P. and V. βασιλεύς, ὁ; see King, Chief.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sovereign

  • 9 Withdraw

    v. trans.
    P. and V. φαιρεῖν (Eur., Rhes. 834), παραιρεῖν, πεξαιρεῖν, ποσπᾶν.
    Draw back: Ar. νασπᾶν; see draw back.
    Retract: P. ἀνατίθεσθαι (acc. or absol.), P. and V. ἐκβάλλειν (acc.).
    I withdraw my former words: V. καὶ τῶν παλαιῶν ἐξαφίσταμαι λόγων (Eur., I A. 479).
    Draw off: P. and V. πγειν, Ar. and V. πγειν, V. πεξγειν.
    When we had withdrawn our steps from this house: V. ἐπεὶ μελάθρων τῶνδʼ ἀπήραμεν πόδα (Eur., El. 774).
    Keep apart: P. and V. ἐξαιρεῖν (or mid.).
    Remove, secretly: P. and V. πεκτθεσθαι, πεκπέμπειν, ἐκκλέπτειν, ἐκκομίζεσθαι, P. ὑπεκκομίζειν, V. πεκλαμβνειν, πεκσώζειν.
    Withdraw ( a case at law): P. διαγράφεσθαι (δίκην).
    V. intrans.
    Retire: P. and V. ναχωρεῖν (Eur., Phoen. 730. Rhes. 775), ποστρέφειν, ποχωρεῖν, Ar. and P. ἐπαναχωρεῖν, ποχωρεῖν; see Depart.
    Of an army: P. ἀπανίστασθαι, ἐπανάγειν (Xen.), ἀνάγειν (Xen.); see Retreat.
    Withdraw privily: P. ὑπεξέρχεσθαι,
    Withdraw from (business, etc.): P. and V. φίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.); see Renounce.
    The Athenians withdrew from the conference: P. οἱ μὲν Ἀθηναῖοι μετεχώρησαν ἐκ τῶν λόγων (Thuc. 5, 112).
    We have withdrawn from Amphipolis in Philip's favour: P. Φιλίππῳ... Ἀμφιπόλεως παρακεχωρήκαμεν (Dem. 63).
    Cities from which the king withdrew in favour of the Greeks: P. πόλεις... ὧν βασιλεὺς... ἀπέστη τοῖς Ἕλλησι (Dem. 198).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Withdraw

См. также в других словарях:

  • βασιλεῦς — βασιλεύς king masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλεύς — king masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλεύς — Basileus (altgriechisch βασιλεύς, gen. βασιλέως – basileús, basiléōs; neugriechisch βασιλιάς – vasiljás = „König“) war der Titel der byzantinischen Kaiser sowie weiterer Herrscher in der griechischen Geschichte. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft des… …   Deutsch Wikipedia

  • Βασιλεύς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αναφέρεται και ως Βασίλειος. Αποκεφαλίστηκε με διαταγή του αυτοκράτορα Λικίνιου και το σώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα. Διετέλεσε επίσκοπος Αμάσειας (314 322). Η μνήμη του τιμάται στις 26 Απριλίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλεύς ο Ροδολίνος — Τραγωδία του κρητικού θεάτρου. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1647 στη Βενετία. Είναι έργο του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου από το Ρέθυμνο και η υπόθεση είναι εμπνευσμένη από έμμετρη τραγωδία του Ιταλού Τορκουάτο Τάσο. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ποιητή της …   Dictionary of Greek

  • Νόμος πάντων βασιλεύς. — См. Обычай старше закона …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς. — См. Самодержавие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βασιλεῖς — βασιλεύς king masc nom pl (attic ionic parad form) βασιλεύς king masc acc pl βασιλεύς king masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλῆ — βασιλεύς king masc acc sg βασιλεύς king masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλῆες — βασιλεύς king masc nom pl (attic epic ionic) βασιλεύς king masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλῆς — βασιλεύς king masc nom pl (attic ionic) βασιλεύς king masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»