-
1 βασανιστήριος
βᾰσᾰν-ιστήριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασανιστήριος
См. также в других словарях:
οικοδομιστήριος — οικοδομιστήριος, ον (Α) χρήσιμος για οικοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκοδομῶ + κατάλ. ιστήριος τών ρ. σε –ιζω (πρβλ. βασαν ιστήριος, πολεμ ιστήριος)] … Dictionary of Greek