-
1 βαρυχείμων
A with heavy storms, Theognost.Can. 460.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυχείμων
См. также в других словарях:
πολυχείμων — ονος, ὁ, ἡ, Α πολύ τρικυμιώδης, θυελλώδης («πολυχείμων θάλασσα», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χείμων (< χεῖμα / χειμών «κακοκαιρία»), πρβλ. βαρυ χείμων] … Dictionary of Greek