-
1 βαρύφορτος
βᾰρῠ-φορτος, ον,A heavy-burdened, i.e. pregnant, Nonn.D.48.769.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύφορτος
См. также в других словарях:
ισόφορτος — ἰσόφορτος, ον (Α) αυτός που είναι ίσος με προκαθορισμένο βάρος ή φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φορτος (< φόρτος), πρβλ. αγλαό φορτος, βαρύ φορτος] … Dictionary of Greek
πολύφορτος — ον, Α 1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτος («νηῶν πολυφόρτων», Μαν.) 2. πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φόρτος (πρβλ. βαρύ φορτος)] … Dictionary of Greek