Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βᾰρύτης

  • 61 Weight

    subs.
    P. and V. σταθμός, ὁ (Eur., Bacch. 811).
    Giving a vast weight of gold: V. μυρίον γε δοὺς χρυσοῦ σταθμόν (Eur., Bacch. 811).
    Worth its weight in silver, adj.: V. σάργυρος.
    Weights and measures: V. μέτρα... καὶ μέρη σταθμῶν (Eur., Phoen. 541; cp. Ar. Av. 1040-1041).
    Leaden weight, subs.: P. and V. μολυβδς, ἡ (Soph., frag.).
    Heaviness: P. βαρύτης, ἡ, V. βρος, τό.
    Burden: P. and V. ἄχθος, τό, Ar. and V. βρος, τό, V. βρῖθος, τό.
    Bulk: P. and V. ὄγκος, ὁ.
    Dignity: P. and V. ὄγκος, ὁ; see Dignity.
    Importance: P. and V. ῥοπή, ἡ.
    Have weight, influence: P. and V. ῥοπὴν ἔχειν, δύναμιν ἔχειν; see weigh, v.
    Of persons: P. and V. δύνασθαι, ἰσχειν, V. βρθειν.
    The same words coming from obscure speakers have not the same weight as when they come from men of note: V. λόγος γὰρ ἔκ τʼ ἀδοξούντων ἰὼν κἀκ τῶν δοκούντων αὑτὸς οὐ ταὐτὸν σθένει (Eur., Hec. 294).
    Gifted with more weight of prowess than of sense: V. μείζονʼ ὄγκον δορὸς ἔχοντες ἢ φρενῶν (Eur., Tro. 1158).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Weight

См. также в других словарях:

  • βαρύτης — weight fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτήτων — βαρύτης weight fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτησι — βαρύτης weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτησιν — βαρύτης weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτητα — βαρύτης weight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτητας — βαρύτης weight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτητες — βαρύτης weight fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτητι — βαρύτης weight fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτητος — βαρύτης weight fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тягота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. βάρος) тягость, бремя; значительность; важность,… …   Словарь церковнославянского языка

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»