-
1 βαρύτης
βαρύτης, ητος, ἡ, 1) Schwere, Last, νεῶν Thuc. 7, 62, wie Pol. 1, 51, u. häufiger bei Sp., im Ggstz von κουφότης. – 2) von der Stimme, die Tiefe, Ggstz ὀξύτης Plat. Prot. 316 a Phil. 17 c; bei Gramm. die Bezeichnung mit dem gravis, z. B. B. A. 662. – 3) übertr., Lästigkeit, Beschwerlichkeit, Härte, καὶ ἀηδίαι Isocr. 12, 31; καὶ ἀναλγησία, der Thebaner, Dem. 17, 35; φρονήματος, unerträglicher Stolz, Plut. Cat. min. 57; βαρ. ἤϑους Fab. 1, Langsamkeit, Festigkeit, wo man βραδυτής vermuthet.
-
2 βαρύτης
-
3 ὀξύτης
ὀξύτης, ητος, ἡ, die Schärfe, Spitze; γωνιῶν, Plat. Tim. 61 e; vom Tone, die Höhe, Ggstz von βαρύτης, Phil. 17 c Theaet. 163 b; die Schnelligkeit, καὶ τάχος, Charm. 160 b; ἡ δ' ἀγχίνοια οὐχὶ ὀξύτης τίς ἐστι τῆς ψυχῆς, ἀλλ' οὐχὶ ἡσυχία, ibd. a, schnelle Beweglichkeit; ὁ ὄχλος ὀξύτητι καὶ πικρίᾳ διαφέρων, Pol. 6, 44, 9; ψυχῆς, Scharfsinn, D. L. 8, 13; – ἐὰν παρῶσι τὴν ὀξύτητα τῶν καιρῶν, D. Sic. 15, 43, der schnell vorübergehende günstige Augenblick, vgl. ταῖς ὀξύτησι καὶ τοῖς τοῠ πολέμου καιροῖς ἀκολουϑεῖν, Dem. 94, 95.
-
4 ἀν-αλγησία
ἀν-αλγησία, ἡ, Unempfindlichkeit geg. den Schmerz. übh. Stumpfsinn, wie ἀναισϑ ησία, Θηβαίων ἀν. καὶ βαρύτης Dem. 18, 35; Arist. Nicom. 1, 10; vgl. Luc. Nigr. 30; Plut. Poplic. 4.
-
5 ἐπι-σκύνιον
ἐπι-σκύνιον, τό, die Stirnhaut, welche den vortretenden Theil der Stirn u. den obern Rand der Augenhöhle bedeckt, auf der die Augenbrauen stehen, die bei verschiedenen Gemüthserregungen verschieden bewegt, besonders im Zorn in Falten zusammen- u. heruntergezogen wird, dah. Hom. vom zornigen Löwen sagt: πᾶν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων, er zieht die Stirnfalte herab u. überdeckt damit die Augen, Il. 17, 136; u. Ar. Ran. 823 vom Aeschylos δεινὸν ἐπισκύνιον ξυνάγων βρυχώμενος ἥσει ῥήματα γομφοπαγῆ; – τοῖον ἐπ. βλοσυρῷ ἐπέκειτο προςώπῳ Theocr. 24, 116; öfter in der Anth., γυρὸν ἐπισκ. ἐπιστρέψας Agath. 67 (XI, 376), von Einem, der ein sehr ernstes, weises Gesicht macht; πολιῷ ἐπισκυνίῳ σεμνός Zenodot. (XII, 117); ναὶ μὰ τὸ σὸν φαιδρὸν ἐπ. Mel. 44 (XII, 159); Ep. ad. 557 (VII, 63) vom Diogenes γυμνώσαντα βίου παντὸς ἐπισκύνιον, den Stolz, die Eitelkeit des Lebens. – Selten in Prosa, wie Pol. 26, 5, 6, der Ernst; βαρύτης ἐπισκυνίου Plut. de audit. 8 M.
-
6 ὀξύτης
ὀξύτης, ητος, ἡ, die Schärfe, Spitze; vom Tone: die Höhe, Ggstz von βαρύτης; die Schnelligkeit; ἐὰν παρῶσι τὴν ὀξύτητα τῶν καιρῶν, der schnell vorübergehende günstige Augenblick
См. также в других словарях:
βαρύτης — weight fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτήτων — βαρύτης weight fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτησι — βαρύτης weight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτησιν — βαρύτης weight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτητα — βαρύτης weight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτητας — βαρύτης weight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτητες — βαρύτης weight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτητι — βαρύτης weight fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτητος — βαρύτης weight fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тягота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. βάρος) тягость, бремя; значительность; важность,… … Словарь церковнославянского языка
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek