-
1 βαρύκτυπος
βαρύκτυποςheavy-sounding: masc /fem nom sg -
2 βαρύκτυπος
1 loud pounding of the sea, and so epith. of Poseidon.βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν O. 1.72
Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου N. 4.87
“τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον Pae. 4.41
-
3 βαρύκτυπος
βᾰρῠ-κτῠπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύκτυπος
-
4 βαρύκτυπον
βαρύκτυποςheavy-sounding: masc /fem acc sgβαρύκτυποςheavy-sounding: neut nom /voc /acc sg -
5 βαρυκτύποις
βαρύκτυποςheavy-sounding: masc /fem /neut dat pl -
6 βαρυκτύποισι
βαρύκτυποςheavy-sounding: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
7 βαρυκτύπου
βαρύκτυποςheavy-sounding: masc /fem /neut gen sg -
8 βαρύκτυπε
βαρύκτυποςheavy-sounding: masc /fem voc sg -
9 βαρυκτύπω
-
10 βαρυκτύπῳ
-
11 βαρυσμάραγος
A = βαρύκτυπος, Nonn.D.1.156.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυσμάραγος
См. также в других словарях:
βαρύκτυπος — βαρύκτυπος, ον (Α) αυτός που βροντάει ή ηχεί βαριά, δυνατά … Dictionary of Greek
βαρύκτυπος — heavy sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύκτυπον — βαρύκτυπος heavy sounding masc/fem acc sg βαρύκτυπος heavy sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυκτύποις — βαρύκτυπος heavy sounding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυκτύποισι — βαρύκτυπος heavy sounding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυκτύπου — βαρύκτυπος heavy sounding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυκτύπῳ — βαρύκτυπος heavy sounding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύκτυπε — βαρύκτυπος heavy sounding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
βαρυσμάραγος — βαρυσμάραγος, ον (Α) ο βαρύκτυπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σμάραγος < σμαραγώ ( έω) «κάνω θόρυβο, πάταγο»] … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek