-
1 βαναυσία
βᾰναυσ-ία, ἡ,II the habits of a mere artisan, vulgarity, bad taste, Arist.EN 1107b19, Pol. 1317b41, UPZ62.3 (ii B. C.).2 quackery, charlatanism, Hp.Morb. Sacr.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαναυσία
-
2 βαναυσικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαναυσικός
-
3 βαναυσουργια
См. также в других словарях:
ισουργός — ἰσουργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται εξίσου, κατά παρόμοιο τρόπο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ουργός (< εργον), πρβλ. βαναυσ ουργός, θερμ ουργός] … Dictionary of Greek