-
1 βαθυλήϊος
βᾰθῠ-λήϊος, ον,A with deep crop, very fruitful, τέμενος, v.l. for βασιλήιον in Il.18.550, cf. A.R.1.830, AP9.110 (Alph.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυλήϊος
-
2 βαθυλήιος
βαθυ-λήιος ( λήιον): with deep (highwaving) grain, Il. 18.550†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βαθυλήιος
См. также в других словарях:
πολυλήϊος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά χωράφια με σιτηρά 2. αυτός που παράγει πολύ καρπό («πολυλήϊος ἄροσις», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λήϊον «χωράφι με σιτηρά» (πρβλ. βαθυ λήϊος)] … Dictionary of Greek