Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βᾰθῠ-κρημνος

См. также в других словарях:

  • πολύκρημνος — ον, ΜΑ (για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ κρημνος, υψί κρημνος) …   Dictionary of Greek

  • φιλόκρημνος — ον, Α (για κατσίκες) αυτός που συνηθίζει να πηγαίνει σε κρημνώδεις τόπους, σε απόκρημνα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κρημνός (πρβλ. βαθύ κρημνος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»