-
1 βαθύγειος
βᾰθῠ-γειος, ον, Call.Ap.65, Thphr.HP4.11.9, Str.6.3.5, D.S. 20.109: [comp] Sup., Ph.1.332, al.: [dialect] Ion. [suff] βᾰθῠ-γαιος Hdt.4.23; [dialect] Att. [suff] βᾰθῠ-γέως, ων, Thphr.CP2.4.10:—A with deep soil, productive, ll.cc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύγειος
См. также в других словарях:
μελάγγειος — μελάγγειος, ον και μελάγγεως, ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, ον) (για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γειος / γεως / γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ.… … Dictionary of Greek
φιλόγαιος — ον, Α αυτός που αγαπά τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ. γη), πρβλ. βαθύ γαιος] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… … Dictionary of Greek
βαθύγαιος — βαθύγαιος, ον (Α) (για περιοχή) αυτός που έχει βαθύ, παχύ χώμα, ο εύφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + γαιος < γαία, ποιητ. τ. του γη] … Dictionary of Greek