-
1 βαθυαγκής
βᾰθῠ-αγκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυαγκής
См. также в других словарях:
ευαγκής — εὐαγκής (και ποιητ. τ. τού θηλ. εὐάγκεια), ές (Α) αυτός που έχει ωραίες κοιλάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγκής (< άγκος «κοιλάδα»), πρβλ. βαθυ αγκής] … Dictionary of Greek