-
1 βαθυμαλλος
-
2 βαθύμαλλος
βαθύμαλλοςthick-fleeced: masc /fem nom sg -
3 βαθύμαλλος
1 deep-fleeced δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” P. 4.161 -
4 βαθύμαλλος
βᾰθῠ-μαλλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύμαλλος
-
5 βαθύμαλλος
βαθύ-μαλλος, dicht-, langwollig -
6 βαθύμαλλον
βαθύμαλλοςthick-fleeced: masc /fem acc sgβαθύμαλλοςthick-fleeced: neut nom /voc /acc sg -
7 βαθυμάλλους
βαθύμαλλοςthick-fleeced: masc /fem acc pl -
8 βαθυμάλλων
βαθύμαλλοςthick-fleeced: masc /fem /neut gen pl -
9 βαθύμαλλα
βαθύμαλλοςthick-fleeced: neut nom /voc /acc pl -
10 βαθυμάλλω
-
11 βαθυμάλλῳ
См. также в других словарях:
βαθύμαλλος — βαθύμαλλος, ον (Α) πυκνόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + μαλλος < μαλλός «μαλλί, τρίχωμα προβάτου» (πρβλ. δασύμαλλος)] … Dictionary of Greek
βαθύμαλλος — thick fleeced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύμαλλον — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem acc sg βαθύμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυμάλλους — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυμάλλων — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυμάλλῳ — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύμαλλα — βαθύμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
εριαχθής — ἐριαχθής, ές (Α) αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) ή έριον + αχθής (< άχθος)] … Dictionary of Greek
εύειρος — εὔειρος και αττ. τ. εὔερος, ον (Α) αυτός που έχει καλό έριο, μαλλί, ο βαθύμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + είρος «μαλλί»] … Dictionary of Greek