-
1 βαθύπλοκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύπλοκος
См. также в других словарях:
εύπλοκος — εὔπλοκος και ἐΰπλοκος, ον (Α) αυτός που είναι καλά πλεγμένος ή που πλέκεται καλά, ο εύπλεκτος («εὔπλοκον ὕφασμα», Πολυδ.). επίρρ... εὐπλόκως (Μ) με εύπλοκο τρόπο, ωραία πλεγμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. βαθύ πλοκος, πολύ… … Dictionary of Greek