-
1 βυσσινος
31) виссоновый, из тончайшего полотна(πέπλωμα Aesch.; σινδών Her.; φάρος Soph., Plut.)
2) мягкий как виссон, т.е. вкрадчивый(βυσσίνοις χρῆσθαι ῥήμασι Plut.)
-
2 βύσσινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βύσσινος
-
3 βύσσινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βύσσινος
-
4 βύσσινος
η, ο[ν], βύσσινόχρους, ους, ουν см. βυσσινύς -
5 βύσσινος
виссоновый (из тончайшего льняного полотна).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βύσσινος
-
6 1039
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1039
См. также в других словарях:
βύσσινος — βύσσινος, η, ον (AM) [βύσσος] 1. κατασκευασμένος από βύσσο 2. το ουδ. ως ουσ. ύφασμα ή φόρεμα από βύσσο … Dictionary of Greek
βύσσινος — made of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσίνων — βύσσινος made of fem gen pl βύσσινος made of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύσσινον — βύσσινος made of masc acc sg βύσσινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσίναις — βύσσινος made of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσίνη — βύσσινος made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσίνην — βύσσινος made of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσίνης — βύσσινος made of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσίνοις — βύσσινος made of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσίνου — βύσσινος made of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσίνους — βύσσινος made of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)