-
1 βύσμα
-
2 βύσμα [2]
βύσμα, τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com.
-
3 βυσμα
-
4 βύσμα
βύσμαplug: neut nom /voc /acc sg -
5 βύσμα
A plug, bung, Hp.Mul.2.114 (pl.), Ar.Fr. 299; Στίλπωνος βύσματα Stilpo's stoppers, i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23. -
6 βύσμα
βύσμα, das Hineingestopfte, Pfropf -
7 βύσμα
то1) см. βούλλωμα 5; 2) тех втулка; 3) -мед. тампон; 4) пыж -
8 βύσμα
1) plug2) stopperΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βύσμα
-
9 παρά-βυσμα
παρά-βυσμα, τό, das daneben Eingestopfte, Einschiebsel, Harpocr. v. παράβυστον.
-
10 stopper
βύσμα -
11 βύσματα
βύσμαplug: neut nom /voc /acc pl -
12 βύσμαθ'
βύσματα, βύσμαplug: neut nom /voc /acc plβύσματι, βύσμαplug: neut dat sgβύσματε, βύσμαplug: neut nom /voc /acc dual -
13 obturamentum
obtūrāmentum (optūrāmentum), ī, n. (obturo), der Stöpsel, Zapfen, cadorum obturamenta, Plin. 16, 34: ut repleto stagno excussis obturamentis erumpat torrens, Plin. 33, 75: obturamentum deponere, Past. Herm. 2, 11. Vgl. Gloss. III, 130, 13 obturamentum, βύσμα.
-
14 βύσσωμα
βύσσωμα, τό, = βύσμα, von Netzen, die den Thunfischen den Weg versperren, Q. Maec. 7 (VI, 33).
-
15 βύστρα
-
16 ἐπι-λάρκισμα
ἐπι-λάρκισμα, τό, = λάρκου βύσμα, E. M
-
17 тампон
1. (затычка, пробка) το ταμπόν (ξεν.), το πώμαο πωματισμόςτο στούπωμα2. мед. το ταμπόν, το πώμα, το βύσμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тампон
-
18 штеккер
το βύσμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штеккер
-
19 экспандер
1. тех. το κωνικό βύσμα με διαστολέα, ο διαστολέας 2. (спорт) τα «ελατήρια» γυμναστικής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспандер
-
20 втулка
втулкаж1. тех. ἡ πλήμνη, τό ταμ-πάνι·2. (пробка, затычка) τό βύσμα, τό πώμα, τό βούλωμα, τό ἐπίπωμα.
См. также в других словарях:
βύσμα — plug neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύσμα — το (AM βύσμα) [βύω] νεοελλ. 1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα 2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι … Dictionary of Greek
βύσμα — το 1. εξάρτημα καλωδίου που βρίσκεται στην άκρη του για να μπορεί να εισάγεται σε κατάλληλες υποδοχές των ηλεκτρικών συσκευών και να τις τροφοδοτεί με ρεύμα. 2. (ιατρ.),το πώμα, το στούπωμα, το βούλωμα για διάφορες κοιλότητες του σώματος που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βύσματα — βύσμα plug neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύσμαθ' — βύσματα , βύσμα plug neut nom/voc/acc pl βύσματι , βύσμα plug neut dat sg βύσματε , βύσμα plug neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβύστρα — η (Α ἐπιβύστρα) βύσμα, βούλωμα νεοελλ. η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. τής λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»] … Dictionary of Greek
ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… … Dictionary of Greek
Лакколит — Медведь гора пример лакколита … Википедия
Бисмалит — (от др. греч. βύσμα пробка и λίθος камень) магматическое интрузивное тело, похожее на лакколит. Представляет собой позднюю стадию формирования лакколита, осложненную цилиндрическим горстообразным поднятием. Его происхождение… … Википедия
έμβυσμα — το βύσμα, βούλλωμα … Dictionary of Greek
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek