Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βίαιον

См. также в других словарях:

  • βίαιον — βίαιος forcible masc acc sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc sg βίαιος forcible masc/fem acc sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ноужьныи — (245) пр. 1.Связанный с принуждением, насилием: се же ѥсть нѹжноѥ из ра˫а изведениѥ. КН 1280, 608г; нѹжноѥ ѹчениѥ не можеть пребыти. а ѥже съ сладостию и радостьно пребытьно. ПНЧ 1296, 135 об.; когда потопъ преста… видѧ многѹ пѹстыню и нѹжнѹю… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βίαιος — α και η, ο (AM βίαιος, α, ον) 1. αυτός που γίνεται με τη βία, που είναι αποτέλεσμα βίας 2. όποιος ενεργεί ή επιδρά με βιαιότητα 3. (για πρόσωπο) απότομος, σκληρός 4. (για άνεμο) δυνατός, ορμητικός νεοελλ. φρ. 1. «βίαιη προσαγωγή» καταναγκαστικό… …   Dictionary of Greek

  • μηδαμόθεν — και μηθαμόθεν (Α) επίρρ. 1. από κανένα πρόσωπο ή από κανέναν τόπο, από πουθενά 2. από ταπεινή, ευτελή καταγωγή («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῡσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα μηδαμόθεν», Δημ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • υγρόγελως — ων, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ ὑγρὸν καὶ δαικεχυμένον γελῶν καὶ μὴ αὐστηρὸν μηδὲ βίαιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + γέλως] …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՍՏԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0697 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c գ. κράτος, βίαιον, ἁποτομή fortitudo, robur, violentia, abscissio եւն. Սաստիկն գոլ եւ հատու. ուժգնութիւն. ոյժ. բռնութիւն. խստութիւն. սաստ. եւ Առաւելութիւն. ... *Սաստկութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»