-
1 βέρρη
-
2 βέρρῃ
См. также в других словарях:
βέρρῃ — βέρρης a fugitive masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… … Dictionary of Greek