-
1 βαλανος
(βᾰ) ἥ1) желудь Hom., Hes., Arst.2) финик Her., Xen.3) дуб(βάλανοι κατὰ βάθος πεφυτευμέναι Polyb.)
4) болт, затычка, задвижка(στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὴ βαλάνου χρῆσθαι Thuc.; τέν βάλανον ἐς τὸν μοχλὸν ἐμβάλλειν Arph.)
5) ( в ожерелье) шпенек, стержень(ἥ β. ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος Arph.)
6) анат. glans penis Arst.7) зоол. морской желудь ( ракообразное из отряда усоногих Balanus tubicinella) Arst. -
2 βάλανος
η1) жёлудь; 2) желудеобразный плод (различних деревьев); 3) язычок (замка); 4) анат. головка полового члена -
3 βάλανος
[валанос] ουσ. а. жолудь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βάλανος
-
4 βάλανος
[валанос] ουσ α жолудь. -
5 μυροβαλανος
(βᾰ) ἥ миробалан (предполож. плод бегена - Moringa oleifera, - масло которого употреблялось для приготовления благовонных мазей) Arst. -
6 φοινικοβαλανος
См. также в других словарях:
βάλανος — acorn fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek
βάλανος — η 1. το βαλανίδι. 2. η κεφαλή του πέους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βάλανος, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821. Πήρε μέρος σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου υπό τις διαταγές του στρατηγού Δημήτρη Μακρή … Dictionary of Greek
βαλάνοις — βάλανος acorn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνοισι — βάλανος acorn fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνοισιν — βάλανος acorn fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνου — βάλανος acorn fem gen sg βαλανόω fasten with a pres imperat act 2nd sg βαλανόω fasten with a imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνους — βάλανος acorn fem acc pl βαλανόω fasten with a imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνων — βάλανος acorn fem gen pl βαλανόω fasten with a imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βαλανόω fasten with a imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλάνῳ — βάλανος acorn fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)