-
1 βωλος
ἥ, редко ὅ1) ком земли Hom., Soph., Xen.2) почвенный пласт(τὸ ἄροτρον ἀνίστησι βώλους Plut.)
3) почва, земля(τῆς Ἰβηριάδος Anth.)
4) земельный участок, поле(μικρά Arst.)
5) ком, кусок, слиток(χρυσίου Arst.; μολίβδου Diod.)
6) солнечный диск, солнце(ἀλύσεσι χρυσέαισι φερόμενα β. Eur.)
-
2 βώλος
ο1) глыба, ком, крупный кусок (земли, глины и т. п.); 2) шар, круг, шарообразный предмет;βώλος τυριού — голова сыра;
3) πλ. детская игра с шариками -
3 βώλος
[ волос] ουσ α земляной ком, шар, шарик. -
4 βωλαξ
-
5 αργυριτις
-
6 βραχυβωλος
-
7 δυσβωλος
-
8 Ερυθρα
βῶλος ἥ Красная Почва ( город в Египте) Her. -
9 ιεροχθων
-
10 καλλιβωλος
-
11 μελαμβωλος
-
12 πολυβωλος
-
13 σιδηροτοκος
-
14 συρτος
-
15 χρυσοβωλος
-
16 ωλεσιβωλος
См. также в других словарях:
Βῶλος — lump masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βῶλος — lump fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
βωλιάζω — [βώλος] (για αγρούς) σχηματίζω βώλους … Dictionary of Greek
Βῶλοι — Βῶλος lump masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βῶλοι — βῶλος lump fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βῶλον — Βῶλος lump masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βῶλον — βῶλος lump fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώλοιο — Βῶλος lump masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώλοις — Βῶλος lump masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώλοισι — Βῶλος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)