-
1 βόστρυχον
βόστρυχον, τό, = folgdm; plur. τὰ βόστρυχα Paul. Sil. 34. 41 (V, 260 VI, 71).
-
2 τομή
τομή, ἡ, 1) das Abgeschnittene, Abgehauene, der abgeschnittene, abgehauene Theil, Stumpf eines Baumes, Il. 1, 235; σκέψαι τομῇ προςϑεῖσα βόστρυχον τριχός, Aesch. Ch. 228; ἐν τομῇ ξύλου, Soph. Trach. 697. – 2) der Schnitt, der Hieb, die Wunde, στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου, Soph. Trach. 883; ἀνάμεινον φασγάνου τομάς, Eur. Or. 1101; u. in Prosa, Thuc. 2, 76. – 3) das Schneiden, Abschneiden, ἢ καύσει ἢ τομῇ χρησάμενος, Plat. Rep. III, 406, d, wie der Wundarzt; s. τέμνω, u. vgl. Tim. 65 b. – 4) Unterschied, Absonderung, καὶ διάκρισις, Plat. Tim. 61 d.
-
3 χλιδανός
χλιδανός, weichlich, zärtlich, schwelgerisch; Aesch. Pers. 536; χλιδανῆς ἔχων ἑταίρας βόστρυχον Eur. Cycl. 497; u. in späterer Prosa, wie Plut. Alcib. 23; – adv., Poll.
-
4 κηπεύω
κηπεύω, im Garten Bäume ziehen, Philostr.; pass., Theophr.; τὰ κηπευόμενα, Gartengewächse, Arist. gen. an. 3, 5. – Adj. verb. κηπευτός, im Garten gebau't, Diosc. – Uebertr., pflegen; βόστρυχον Eur. Troad. 1175; αἰδὼς ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις Hipp. 78; Eubul. bei Ath. XIII, 568 e.
См. также в других словарях:
βόστρυχον — βόστρυχος curl masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπεύω — (ΑΜ κηπεύω) [κήπος] καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ ἐκήπευσ ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ ἔδωκεν», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek
μυρόχριστος — μυρόχριστος, ον (Α) αλειμμένος με μύρο, με άρωμα («μυρόχριστος λιπαρὸν βόστρυχον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χριστός (< χρίω), πρβλ. πισσό χριστος] … Dictionary of Greek
νεώρης — νεώρης, ες (Α) νέος, πρόσφατος, καινούργιος («νεώρη βόστρυχον τετμημένον» πρόσφατα, πριν από λίγο κομμένο βόστρυχο, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ώρης (< ὄρνυμι «κινώ, εγείρω»). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
πλοκαμώδεα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸν οὖλον βόστρυχον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλόκαμος] … Dictionary of Greek