-
1 βοσπορανός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσπορανός
-
2 βόσπορος
βόσπορ-ος, ὁ, (Aβοὸς πόρος Opp.H.1.617
) wrongly expld. by the Greeks as Ox-ford, name of several straits, β. Κιμμέριος, Θρᾴκιος, Hdt.4.12,83, etc. (also applied to the Hellespont by A.Pers. 723, 746, S.Aj. 884, Sch.adll. cc.):—Adj. [suff] βοσπόρ-ειος, ον, S.Fr. 707:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βόσπορος
-
3 βοσπορεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσπορεῖον
-
4 βοσπόριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσπόριος
-
5 βοσπορίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοσπορίτης
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский