-
121 2379
{сущ., 23}жертвенник, алтарь.Синонимы: 1041 ( βωμός).Ссылки: Мф. 5:23, 24; 23:18-20, 35; Лк. 1:11; 11:51; Рим. 11:3; 1Кор. 9:13; 10:18; Евр. 7:13; 13:10; Иак. 2:21; Откр. 6:9; 8:3, 5; 9:13; 11:1; 14:18; 16:7. LXX: 4196 (חַבֵּזְמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2379
-
122 θυσιαστήριον
{сущ., 23}жертвенник, алтарь.Синонимы: 1041 ( βωμός).Ссылки: Мф. 5:23, 24; 23:18-20, 35; Лк. 1:11; 11:51; Рим. 11:3; 1Кор. 9:13; 10:18; Евр. 7:13; 13:10; Иак. 2:21; Откр. 6:9; 8:3, 5; 9:13; 11:1; 14:18; 16:7. LXX: 4196 (חַבֵּזְמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θυσιαστήριον
-
123 θυσιαστήριον
{сущ., 23}жертвенник, алтарь.Синонимы: 1041 ( βωμός).Ссылки: Мф. 5:23, 24; 23:18-20, 35; Лк. 1:11; 11:51; Рим. 11:3; 1Кор. 9:13; 10:18; Евр. 7:13; 13:10; Иак. 2:21; Откр. 6:9; 8:3, 5; 9:13; 11:1; 14:18; 16:7. LXX: 4196 (חַבֵּזְמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θυσιαστήριον
-
124 altar
['o:ltə]1) (in some Christian churches the table on which the bread and wine are consecrated during the celebration of communion: The bride and groom stood before the priest at the altar.) Αγία Τράπεζα2) (a table etc on which offerings are made to a god.) βωμός -
125 ἄναξ
ᾰναξ ( ϝαν-, P. 4.89, P. 9.44, P. 11.62, P. 12.3, fr. 140a. 63 (37): ἄναξ, ἄνακτος, ἄνακτι, ἄνακτα, ἄνα, ἄναξ; ἀνάκτων, ἄνακτας coni.)a adj., king, royal, of gods and heroes, —μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν O. 10.49
“ υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ” Euphamos. P. 4.45 πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν (Ahlwardt: γονον ἄνακτα πατρός codex) I. 8.33 ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων (Heyne: ἄνα codd. Plutarchi.) fr. 33. in hypallage,μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ O. 13.108
b subs., of gods and heroes “καὶ σέ, τολμάεις Ἐπιάλτα ἄναξ” P. 4.89 ὦναξ Apollo. P. 8.67 “ ὦ ἄνα” Apollo. P. 9.44σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.62
ὦ ἄνα Akragas P. 12.3Πηλεὺς ἄναξ N. 3.33
Πότμος ἄναξ N. 4.42
“καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” Zeus N. 10.77 χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας Herakles I. 4.60 φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (Bergk: ἄνακτα codd.: ἄνακτε Tric.) I. 8.47 κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ Zeus fr. 35.ἄν]ακτος Εὐξαν[τίου Pae. 4.35
ὦναξ[ Πα. 13d. 4. ]ἄναξ Ἄπολλον[ Pae. 16.2
]ιον ἄνακτα[ Δ. 1. 3. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν sc. to Apollo fr. 140a. 63 (37). -
126 Ἀρκάς
1 Arcadian ( Αἴπυτος)ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε Φαισάνᾳ O. 6.34
ὅσα τ' Ἀρκάσινἀνάσσων μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ ( Ἀρκάσι βάσσαις coni. Bergk: locus non sanatus) O. 13.107 pro subs.οἱ δ' Ἀρκάδες O. 9.68
-
127 Λυκαῖος
Λῠκαῑος of Mt. Lykaion in Arkadia, where there was an altar to Zeus and games in his honour.1Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ (sc. Διός) O. 13.108 pro subs., Λύκαιον Mt. Lykaion,χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48
test., Σ Bern., Verg., Georg., 1. 17, Pana Pindarus ex Mercurio et Penelopa in Lycaeo monte editum scribit (Timpanaro, Snell: Apolline pro Mercurio edd. vulgo) fr. 100. -
128 μαρτυρέω
1 give evidence, bear witness of something on someone's behalf, c. acc. & dat.καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω O. 6.21
met.,ὅσα τ' Ἀρκάσιν ἀνάσσων μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ O. 13.108
καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις I. 5.48
См. также в других словарях:
βωμός — raised platform masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
βωμός — ο 1. χαμηλό κτίσμα για θυσίες, θυσιαστήριο: Στην αρχαιότητα οδηγούσαν στο βωμό πολλά σφάγια ως θυσία στους θεούς. 2. άλλη ονομασία για την Αγία Τράπεζα. 3. μτφ., ιερός σκοπός: Πολλοί θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας κατά τη διάρκεια της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βωμοῖο — βωμός raised platform masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖς — βωμός raised platform masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖσι — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῖσιν — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοί — βωμός raised platform masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοῦ — βωμός raised platform masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμούς — βωμός raised platform masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμέ — βωμός raised platform masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)