-
1 βωληδόν
βωληδόνclod-like: indeclform (adverb) -
2 βωληδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωληδόν
-
3 βῶλος
Grammatical information: f. (m.)Meaning: `lump, clod of earth' (Il.).Derivatives: Adj. βωλώδης (Thphr.), βώλινος (H.); adv. βωληδόν (Dsc.); βώλωσις `formation of lumps' (Pap.). - Old βῶλαξ f. = βῶλος (Pi.; cf. on - αξ Chantr. Form. 379; βωλάκιος (Pi.). βωλίς μάζης εἶδός τι ἐν ταῖς θυσίαις H.; unclear the gloss on βωλόναι H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. One suggests soundsymbolic origin; hardly to βολβός (s. v.)Page in Frisk: 1,279Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βῶλος
См. также в других словарях:
βωληδόν — clod like indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek