-
1 βᾶρις 2
Grammatical information: f.Meaning: `great (fortified) house' (LXX). Toponym, L. Robert, Noms indigènes 14-6, 128.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Illyr.?Etymology: Probably Illyrian, Krahe, Sprache d. llyrier 1, 39 (with ā from au) ; cf. βαυρία οἰκία EM (Messapian). To which βύριον, s. v. Or is it Pre-Gr., *barʷ-, which could explain βαρ-, βαυρ-, βυρ-?Page in Frisk: 1,220Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βᾶρις 2
См. также в других словарях:
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek