-
1 βυρσοδεψέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοδεψέω
-
2 βυρσοδεψεῖον
βυρσοδεψ-εῖον, τό,A = βυρσεῖον, EM187.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοδεψεῖον
-
3 βυρσοδέψησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοδέψησις
-
4 βυρσοδέψης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοδέψης
-
5 βυρσοδεψικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοδεψικός
-
6 βυρσοδέψιμος
A v. βυρσιμώλους.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοδέψιμος
-
7 βυρσοδέψιον
βυρσοδέψ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοδέψιον
См. также в других словарях:
καλικείον — καλικεῑον και καλλικεῑον, τὸ (Μ) πεταλωτήριο, κατάστημα όπου πετάλωναν τα υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλίκι + κατάλ. εῖον (πρβλ. βυρσοδεψ είον, ιατρ είον)] … Dictionary of Greek