-
1 βυθος
ὅ1) глубь, глубина, пучина(θαλάττης Arst.)
ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα Soph. — вытекающая изнутри кровь2) морская пучина(στένει β. Aesch.; ἐς βυθὸν πεσεῖν Soph.)
3) перен. бездна, безмерность(ἀθεότητος Plut.)
-
2 βυθός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βυθός
-
3 βυθός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βυθός
-
4 βύθος
(πλ. βύθη и βύθια) τό1) дно (моря, реки, озера); 2) недра (земли); 3) беспамятство, забытьё -
5 βυθός
ο1) дно; 2) глубина; бездна моря; 3) перен. бездна, пучина -
6 βυθός
глубина, пучина (морская).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βυθός
-
7 βυθός
[витое] ουσ. а. дно, глубина, бездна моря,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βυθός
-
8 βυθός
[витое] ουσ α дно, глубина, бездна моря. -
9 αβυθος
-
10 στενω
эп. στείνω тж. med. (только praes. и impf.) стонать, рыдать, вопить Hom.σ. τινός и ἐπί τινι Eur., τινί и ὑπέρ τινος Aesch. или ἀμφί τινι Soph. — сетовать о чем-л.;
σ. τινὰ τῆς τύχης Aesch. — оплакивать чью-л. судьбу;στένει βυθός Aesch. — пучина стонет;παλαιὰ δακρύοις σ. Eur. — лить слезы о прошлом -
11 βύθιση
[-ις (-εως)] η1) потопление; 2) погружение, окунание; 3) см. βυθός 3; 4) перен. погружение, углубление -
12 βύθισμα
-
13 1037
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1037
См. также в других словарях:
βυθός — the depth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… … Dictionary of Greek
βύθος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… … Dictionary of Greek
βύθος — το 1. ο βυθός: Σκύψε να δεις τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη (A. Βαλαωρίτης). 2. ο λήθαργος, το κώμα: Χάθηκε κάθε ελπίδα για τον άρρωστο, γιατί έπεσε σε βύθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυθός — ο 1. ο πυθμένας, ο πάτος της θάλασσας, λίμνης, ποταμού: Ο βυθός της λίμνης ήταν γεμάτος υδρόβια φυτά. 2. τα βαθύτερα στρώματα του νερού της θάλασσας: Ψάρια του βυθού (αντίθ. αφρόψαρα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυθοί — βυθός the depth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθούς — βυθός the depth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθέ — βυθός the depth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθόν — βυθός the depth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gnosticism — This article is part of a series on Gnosticism History of Gnosticism … Wikipedia
βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… … Dictionary of Greek