Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βρῠώδης

См. также в других словарях:

  • βρυώδης — full of seaweed masc/fem acc pl (attic epic doric) βρυώδης full of seaweed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) βρυώδης full of seaweed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυώδης — ες (Α βρυώδης, ες) [βρύον] γεμάτος βρύα νεοελλ. όμοιος με βρύο …   Dictionary of Greek

  • βρυώδει — βρυώδης full of seaweed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρυώδης full of seaweed masc/fem/neut dat sg βρυώδεϊ , βρυώδης full of seaweed dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυώδη — βρυώδης full of seaweed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρυώδης full of seaweed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βρυώδης full of seaweed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυῶδες — βρυώδης full of seaweed masc/fem voc sg βρυώδης full of seaweed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυώδεις — βρυώδης full of seaweed masc/fem acc pl βρυώδης full of seaweed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυώδεσι — βρυώδης full of seaweed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυώδους — βρυώδης full of seaweed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • πιλέα — (pilea). Φυτό δικοκτυλήδονο της οικογένειας των Ουρτικιδών. Αριθμεί 150 είδη, που ευδοκιμούν σε τροπικές και παρατροπικές περιοχές, κυρίως της Αμερικής. Οι π. είναι πόες πολυετείς ή μονοετείς, με φύλλα αντίθετα και τρίνευρα. Τα άνθη τους είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»