-
1 βραχεια
-
2 βραχύς
εία, ύ 1.1) короткий, маленький;βραχεία απόσταση — короткое расстояние;
βραχύ ανάστημα — небольшой рост;
2) краткий, кратковременный, непродолжительный;βραχεία προθεσμία — краткий срок;
εν βραχεί χρόνο — в скором времени, вскоре;
3) краткий, лаконичный;διά βραχέθ3ν — коротко, вкратце;
4) грам, краткий (гласный и т. п.);5) эл. короткий;βραχο κύκλωμα — короткое замыкание;
βραχέα κύματα — короткие волны;
2.:τα βραχέα — грам, краткие гласные
-
3 γνωριμος
I2 и 31) известный, знакомый(γνώριμα λέγειν Plat.)
2) понятный, доступный(γνώριμα μαθεῖν Isae.; παράκλησις βραχεῖα καὴ γ. τοῖς ἀκούουσιν Polyb.)
3) знакомый, состоящий в знакомстве Plat., Dem.4) известный, знаменитый(ἄνδρες Arst.; ἔνδοξος καὴ γ. Dem.)
IIὅ1) знакомец, знакомый(ἑταῖρος ἢ γ. ἄλλος Hom.; συνήθεις καὴ γνώριμοι Plat.; ἢ φίλος ἢ γ. Dem.)
2) последователь, ученик, слушатель(γνώριμοι καὴ μαθηταί Plut.)
3) известный человек, знаменитость4) знатный человек; pl. знать(ὅ δῆμος καὴ οἱ λεγόμενοι γνώριμοι Arst.; γνώριμοι καὴ πλούσιοι Plut.)
-
4 εμφαντικος
31) выражающий, обозначающий(πάθους τινός Plut.)
2) выразительный(παράκλησις βραχεῖα μέν, ἐμφαντικέ δὲ καὴ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Polyb.)
-
5 καταμετρεω
1) отмеривать, отвешивать(σῖτόν τισι Her.)
2) размеривать, планировать (sc. τὸν παράδεισον Xen.)3) измерять, производить обмер(τὸν τοῦ Πυθίου νεών Plut.; med. τὰ μέρη τῆς σκηνῆς Polyb.)
κ. σκιάν Plut. — измерять тень (по солнечным часам), т.е. определять время4) измерять, служить мерой(ὅ λόγος καταμετρεῖται συλλαβῇ βραχείᾳ καὴ μακρᾷ Arst.)
τὰ καταμετροῦντα Arst. — поддающееся измерению, измеримое -
6 συνάντημα
το, συνάντηση (-ις (-εως)] η встреча (в рази, знач); слёт;τυχαία (βραχεία, ευτυχής) συνάντηση — случайная (короткая, счастливая) встреча;
έχω συνάντηση — у меня деловое свидание;
ποδοσφαιρική συνάντηση — футбольная встреча
См. также в других словарях:
βραχεία — βραχείᾱ , βραχύς short fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχείᾳ — βραχείᾱͅ , βραχύς short fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχεία — η χοντρό επανωφόρι, ημίπαλτο: Οι στρατιωτικές βραχείες είναι πολύ ζεστά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχεῖα — βραχύς short fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχείας — βραχείᾱς , βραχύς short fem acc pl βραχείᾱς , βραχύς short fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχεῖ' — βραχεῖα , βραχύς short fem nom/voc sg βραχεῖαι , βραχύς short fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχείαι — βραχείᾱͅ , βραχύς short fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
SIBYNA — apud Tertullian. adv. Marc. l. 3. c. 21. Et concident machaeras suas in aratra, et sibynas in salces> σιβύνη Ephippo apud Athenaeum l. 12. ζιβύνη Graecis Interpp. Ierem. c. 6. v. 23. Aristagorae et Herod. 1. 5. est αἰχμὴ βραχεῖα, hasla brevis … Hofmann J. Lexicon universale