-
1 βραδυκατάφορος
βρᾰδῠ-κατάφορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραδυκατάφορος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский
1 βραδυκατάφορος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραδυκατάφορος