-
1 βραδυτοκος
См. также в других словарях:
υγροτόκος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που παράγει νερό («ῥεέθρων ὑγροτόκους ὠδῑνας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. βραδυ τόκος, θηλυ τόκος] … Dictionary of Greek
1 βραδυτοκος
υγροτόκος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που παράγει νερό («ῥεέθρων ὑγροτόκους ὠδῑνας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. βραδυ τόκος, θηλυ τόκος] … Dictionary of Greek