-
1 βρωσιμος
-
2 βρώσιμος
βρώσιμος, eßbar, Aesch. Prom. 479; ἃ καὶ κυσὶν πεινῶσιν οὐχὶ βρώσιμα com. bei Clem. Al. Strom. 7 p. 305; Sp., wie LXX.
-
3 βρώσιμος
βρώσιμοςeatable: masc /fem nom sg -
4 βρώσιμος
βρώσιμος, ον,A eatable, A.Pr. 479, diph.13, LXX Le.19.23, Ev.Luc. 24.41;ἃ καὶ κυσὶν πεινῶσιν οὐχὶ βρώσιμα Trag.Adesp.118.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρώσιμος
-
5 βρώσιμος
-
6 βρώσιμος
βρώσιμος, ον (Aeschyl., Prom. 479; ‘Anti-Atticist’ [Anecd. Gr. 84, 25]; SIG 624, 38; PSI 306, 7; StudPal XXII 75, 58; PGM 10, 1; Lev 19:23; Ezk 47:12; 2 Esdr 19:25) eatable τὶ β. anything to eat Lk 24:41.—DELG s.v. βιβρώσκω. M-M. -
7 βρώσιμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βρώσιμος
-
8 βρώσιμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βρώσιμος
-
9 βρώσιμος
η, ο [ος, ον ]1) съедобный; 2) съестной -
10 βρώσιμος
съедобный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βρώσιμος
-
11 βρώσιμος
-ος,-ον + A 1-0-1-1-0=3 Lv 19,23; Neh 9,25; Ez 47,12eatable; ξύλον βρώσιμον fruit tree -
12 βρώσιμον
βρώσιμοςeatable: masc /fem acc sgβρώσιμοςeatable: neut nom /voc /acc sg -
13 βρωσίμοις
βρώσιμοςeatable: masc /fem /neut dat pl -
14 βρωσίμους
βρώσιμοςeatable: masc /fem acc pl -
15 βρωσίμων
βρώσιμοςeatable: masc /fem /neut gen pl -
16 βρώσιμα
βρώσιμοςeatable: neut nom /voc /acc pl -
17 βρώσιμοι
βρώσιμοςeatable: masc /fem nom /voc pl -
18 βρωτεος
-
19 πιστός [2]
-
20 1034
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1034
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βρώσιμος — eatable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώσιμος — η, ο (AM βρώσιμος, ον) [βρώσις] ο κατάλληλος να φαγωθεί, φαγώσιμος … Dictionary of Greek
βρώσιμος — η, ο ο φαγώσιμος: Δεν υπήρχαν άλλα βρώσιμα παρά ψωμί και ελιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρώσιμον — βρώσιμος eatable masc/fem acc sg βρώσιμος eatable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωσίμοις — βρώσιμος eatable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωσίμους — βρώσιμος eatable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωσίμων — βρώσιμος eatable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώσιμα — βρώσιμος eatable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώσιμοι — βρώσιμος eatable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
снедный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. βρώσιμος) употребляемый или годный в пищу. … … Словарь церковнославянского языка
εδανός — (I) ἑδανός, ή, όν (Α) (για το λάδι) εύγευστος, λαμπρός (πρβλ. και ηδανός). (II) ἐδανός, ή, όν (Α) 1. βρώσιμος, φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδανόν η τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εδ τού έδω*] … Dictionary of Greek