-
1 βρύση
[-ις (-εως)] 1. η1) источник, ключ, родник; фонтан; 2) кран (водопровода);§ βρύση του ματιού — слёзная железа;
2. επίρρ. в изобилии, обильно; ручьём;βρύσητό αίμα το 'χυσα — а) кровь текли ручьём из меня; — б) много крови я отдал за...;
§ έχει βρύση τα λεφτά — он очень богат, у него куча денег
-
2 βρύση
βρύσιςbubbling up: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————βρύσηι, βρύσιςbubbling up: fem dat sg (epic)βρύ̱σῃ, βρύωto be full to bursting: aor subj mid 2nd sgβρύ̱σῃ, βρύωto be full to bursting: aor subj act 3rd sgβρύζωgriúti: aor subj mid 2nd sgβρύζωgriúti: aor subj act 3rd sgβρύζωgriúti: fut ind mid 2nd sg -
3 βρύσῃ
Βλ. λ. βρύση -
4 βρύση
[вриси] ουσ. Θ. источник, кран.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βρύση
-
5 βρύση
[вриси] ουσ θ источник, кран. -
6 βρύση
1) fountain2) tapΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βρύση
-
7 Πάει και πάει το σταμνί στη βρύση, ώσπου κάποτε να μη γυρίσει
• Повадился кувшин по воду ходить, ему и голову сноситьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πάει και πάει το σταμνί στη βρύση, ώσπου κάποτε να μη γυρίσει
-
8 musluk
βρύση, κάνουλα, κρουνός -
9 кран
I кран I м (водопроводный) η βρύση, η κάνουλα II кран II м (подъёмный) о γερανός* * *I м( водопроводный) η βρύση, η κάνουλαII м( подъёмный) ο γερανός -
10 завернуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.
2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•
завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).
3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•завернуть налево στρίβω αριστερά.
4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.
5. βιδώνω•завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.
|| κλείνω, σταματώ, σβήνω•завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•
завернуть газ σβήνω το φωταέριο.
6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•-ли морозы έπεσε παγετός.
1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•-в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•
завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.
2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).
-
11 ручей
-чья α.1. ρυάκι. || ως επίρ. -ьм, -ьями ποτάμι, βρύση•кровь лилась -ьм το αίμα πήγαινε (έτρεχε) ποτάμι•
слёзы текли -ьями τα δάκρυα πήγαιναν (έρρεαν) βρύση.
2. (τεχ.) αυλακιά, αυλάκωση. -
12 закрывать
κλείνω, ασφαλίζω, (покрывать) καλύπτω, σκεπάζω, (перекрывать) κόβω· - кран - τον κρουνό/τη βρύσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закрывать
-
13 кран
1. (трубная арматура) о κρουν/ός, η βρύσηприсоединять - к трубопроводу αρμόζω/συνδέω τον - ό στο δίκτυοпожарный - πυροσβεστικός -, ο υδροδότης2. (механизм для захватывания, подъема и перемещения тяжестей) о γε-ραν/ός, το βαρούλκοколонна - а ο ιστός/το στήριγμα - ούзагрузочный мет. - φόρτωσηςпонтонный - σε φορτηγίδα/ποντόνιстационарный поворотный палубный мор. - μόνιμος περιστρεφόμενος - καταστρώματοςсудовой палубный мор. - του καταστρώματος (πλοίου)3. (рукоятка экстренного торможения) о μοχλός της άμεσης πέδης(ανάγκης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кран
-
14 родник
η πηγή, η βρύση, η κρήνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > родник
-
15 водопроводный
водопровод||ныйприл ὑδαταγωγός, ὑδρευτικός:\водопроводныйНая труба ὁ ὑδροσωλήνας, ὁ ἀγωγός ὑδατος, ὁ ὑδραγωγός· \водопроводныйный кран ἡ βρύση, ὁ κρουνός. -
16 завертывать
завертыватьнесов1. (в бумагу и т. п.) τυλίζω, διπλώνω, ἀμπαλλάρω·2. (винт, гайку и т. п.) βιδώνω, σφίγγω:\завертывать кран κλείω τή βρύση. -
17 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
18 ключ
ключ Iм1. τό κλειδί, ἡ κλείς:запирать на \ключ κλειδώνω·2. муз. τό κλειδί, ἡ κλείς:скрипичный \ключ τό κλειδί τοῦ σόλ· басовый \ключ τό κλειδί τοῦ φά.ключ IIм (источник) ἡ πηγή, ἡ βρύση, ἡ κρήνη· ◊ кипеть \ключом βράζω, κοχλάζω· бить \ключо́м ἀναβλύζω (об источнике), перен βράζω. -
19 кран
кран Iм ὁ κρουνός, τό ρομπινέ, ἡ βρύση, ἡ κάνουλα. -
20 отвертывать
отвертыватьнесов1. (отвинчивать) χαλαρώνω, ξεσφίγγω, ξεβιδώνω·2. (открывать) ἀνοίγω:\отвертывать кран ἀνοίγω τή βρύση·3. (отгибать) ἀνοίγω, ξεδιπλώνω, ἀνασηκώνω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βρύση — η 1. εξάρτημα που προσαρμόζεται στο τέλος του υδραγωγού σωλήνα και μας δίνει τη δυνατότητα να ρυθμίζουμε το πέρασμα ή τη διακοπή του νερού. 2. μέρος όπου αναβρύζει νερό, πηγή: Υπάρχει μια βρύση στην πλατεία του χωριού. 3. κτίσμα με κρουνούς,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρύση — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 64 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων. Έως το 1954 ονομαζόταν Μικρή Τράβα. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 350 κάτ.) στην … Dictionary of Greek
βρύση — βρύσις bubbling up fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρύσῃ — βρύσηι , βρύσις bubbling up fem dat sg (epic) βρύ̱σῃ , βρύω to be full to bursting aor subj mid 2nd sg βρύ̱σῃ , βρύω to be full to bursting aor subj act 3rd sg βρύζω griúti aor subj mid 2nd sg βρύζω griúti aor subj act 3rd sg βρύζω griúti fut ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρύα Βρύση — Sp Kria Vrisis Ap Κρύα Βρύση/Krya Vrysi L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Δούκα Βρύση — Οικισμός (υψόμ. 480 μ., 170 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται 42 χλμ. ΒΔ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λυρκείας … Dictionary of Greek
Καλή Βρύση — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 1.065 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, της ανατολικές απολήξεις του Μενοικίου όρους, 23 χλμ. Δ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Κρύα Βρύση — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 15 μ., 6.535 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 39 χλμ. ΝΑ της Έδεσσας, στα όρια με τον νομό Ημαθίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2 … Dictionary of Greek
Κυράς Βρύση — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 65 μ., 1.039 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται σε απόσταση 8 χλμ. ΝΑ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου Περαχώρας … Dictionary of Greek
Μεγάλη Βρύση — I Ακατοίκητος οικισμός του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αφετών. II Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 984 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται σε απόσταση 31 χλμ. ΝΔ του… … Dictionary of Greek
Νέα Κρύα Βρύση — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης … Dictionary of Greek