Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βρόχος

  • 21 Trap

    subs.
    P. θήρατρον, τό (Xen.).
    Snare: P. and V. πγη, ἡ (Plat.), Ar. παγς, ἡ.
    Net: P. and V. ἄρκυς, ἡ (Plat.), δίκτυον, τό (Xen. also Ar.), βρόχος, ὁ (Plat.); see also Toils.
    met., P. and V. δόλος, ὁ (rare P.), πτη, ἡ, σόφισμα, τό.
    Ambuch: P. ἐνέδρα, ἡ, V. λόχος, ὁ.
    Lay a trap for, v.: P. ἐνεδρεύειν (acc.), ἐλλοχᾶν (acc.), V. λοχᾶν (acc.).
    Shall I set the same trap for her? V. ἀλλʼ ἦ τὸν αὐτὸν τῇδʼ ὑποστήσω δόλον; (Eur., El. 983).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. αἱρεῖν, P. συμποδίζειν; see also Deceive, Catch.
    Lie in wait for: P. ἐνεδρεύειν (acc.), V. λοχᾶν (acc.).
    Newly-trapped, adj., V. νεαίρετος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trap

  • 22 ilmik

    θηλιά, βρόχος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ilmik

  • 23 kement

    θηλιά, βρόχος, λάσοί

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kement

  • 24 loop

    1) βρόγχος
    2) βρόχος
    3) θηλιά

    English-Greek new dictionary > loop

См. также в других словарях:

  • βρόχος — noose masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …   Dictionary of Greek

  • βροχός — (I) ο [βρόχος] 1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι 2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος. (II) ο [βρέχω] λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής …   Dictionary of Greek

  • βρόχος — ο 1. σχοινί με θηλιά στη μια άκρη, που χρησιμοποιείται ως αγχόνη: Παλαιότερα, απαγχόνιζαν πολλούς κατάδικους περνώντας στο λαιμό τους έναν τεράστιο βρόχο. 2. όργανο για να πιάνουν άγρια ζώα, λάσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρόχω — βρόχος noose masc nom/voc/acc dual βρόχος noose masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοι — βρόχος noose masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοις — βρόχος noose masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοισι — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοισιν — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχον — βρόχος noose masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχου — βρόχος noose masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»