-
1 βρόχιος
-
2 βρόχιος μόρος
-
3 βρόχινος
η, ο, βρόχιος, ος и α, ον дождевой;βρόχινο νερό — дождевая вода
См. также в других словарях:
βρόχιος — βρόχιος, ον (Α) [βρόχος] φρ. «βρόχιος μόρος» θάνατος με βρόχο, απαγχονισμός … Dictionary of Greek
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek