Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βρόχιος

См. также в других словарях:

  • βρόχιος — βρόχιος, ον (Α) [βρόχος] φρ. «βρόχιος μόρος» θάνατος με βρόχο, απαγχονισμός …   Dictionary of Greek

  • βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»