-
1 βρογχεῖον
βρογχ-εῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρογχεῖον
-
2 βρογχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρογχία
-
3 βρόγχια
3 gills of fish, Id.5.199.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρόγχια
-
4 βρογχιάζω
A gulp down, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρογχιάζω
-
5 καταβροχίζω
καταβροχίζω (- βρογχ- codd.),A tie up, ligature, Orib.Fr.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβροχίζω
См. также в других словарях:
βρόγχος — ο (AM βρόγχος) συνήθως στον πληθ. τμήμα του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους και πλήθος αεροφόρους σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς συνδέεται με το *βρόχω «καταπίνω, ρουφώ» (πρβλ. απρμφ. «βρόξαι… … Dictionary of Greek