-
1 βρωμάται
-
2 βρωμᾶται
-
3 βρωμαομαι
I[βρέμω] кричать, реветь Arph.II[βρῶμος] дурно пахнуть(βρωμᾶται ὅ ἐλέφας ὥσπερ οἱ τράγοι Arst.)
См. также в других словарях:
βρωμᾶται — βρωμάομαι bray pres subj mp 3rd sg βρωμάομαι bray pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)