-
1 βρωμολογος
-
2 βρωμόλογος
η, ο, βρωμόλόγος, ος, ον сквернословящий, бранящийся, непристойно ругающийся
См. также в других словарях:
βρωμολόγος — βρωμολόγος, ον (Α) αυτός που λέει βρόμικους λόγους, ο αισχρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρώμος (II)* + λογος < λόγος] … Dictionary of Greek
βρωμολόγους — βρωμολόγος foul mouthed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek