-
1 βρυχή
βρυχήgnashing: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 βρυχή
-
3 βρυχήν
βρυχήgnashing: fem acc sg (attic epic ionic) -
4 βρυχά
βρυχάομαιroar: pres subj mp 2nd sgβρυχάομαιroar: pres ind mp 2nd sg (epic)βρυχήgnashing: fem dat sg (doric aeolic) -
5 βρυχᾷ
βρυχάομαιroar: pres subj mp 2nd sgβρυχάομαιroar: pres ind mp 2nd sg (epic)βρυχήgnashing: fem dat sg (doric aeolic) -
6 βρυχάν
-
7 βρυχᾶν
-
8 βρυχών
-
9 βρυχῶν
-
10 βρυχμή
-
11 βρῡχάομαι
βρῡχάομαιGrammatical information: v.Meaning: `roar, bellow' (Il.).Other forms: Perf. βέβρῡχα (w. pres. meaning), Aor. βρυχήσασθαιDerivatives: βρυχηθμός `roar(ing)' (Arist.), βρύχημα `id.' (A.); retrograde βρυχή (Opp., cf. βρύχω); - βρυχητής, βρυχητήρ. - βρυχηδόν (A. R.). - Perhaps here also βρούχετος.. βάτραχον δε Κύπριοι, βρυχός κήρυξ H. (also βρυκός). - For the forms s. Fraenkel Nom. ag. 2, 95 n. 3 (S. 96).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: The intensive perfect βέβρυχα (cf. μέμυκα etc.) was the basis of βρυχάομαι. Prob. onomatopoetic like βρῡ́κω, βρῡ́χω.Page in Frisk: 1,273Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρῡχάομαι
См. также в других словарях:
βρυχή — βρυχή, η (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. ο βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρύχω με τη σημ. 1. και < βρυχώμαι με υποχωρητικό σχηματισμό με τη σημ. 2.] … Dictionary of Greek
βρυχή — gnashing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχᾶν — βρυχή gnashing fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχήν — βρυχή gnashing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχῶν — βρυχή gnashing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχομανία — η η συνήθεια να τρίζει κανείς τα δόντια του, κυρίως στον ύπνο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρυχή «τρίξιμο των δοντιών» + μανία] … Dictionary of Greek
βρύκω — και βρύχω (Α) 1. μασώ με θόρυβο 2. τρώω λαίμαργα 3. δαγκώνω 4. κομματιάζω, κατασπαράζω 5. τρίζω τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ , που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει… … Dictionary of Greek
κινηθμός — κινηθμός, ὁ (Α) κίνηση, ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη (πρβλ. ε κινή θην, παθ. αόρ. τού κινῶ) + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, ελκη θμός)] … Dictionary of Greek
ογκηθμός — ο (ΑΜ ὀγκηθμός) κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα αρχ. μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, μυκη θμός)] … Dictionary of Greek
ορχηθμός — ὀρχηθμός, ὁ (Α) χορός, όρχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχοῦμαι «χορεύω» + επίθημα θμος (πρβλ. βρυχη θμός)] … Dictionary of Greek
σκιρτηθμός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) σκίρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] … Dictionary of Greek