-
1 βρυδαλίχα
βρυδαλίχᾱ, βρυδαλίχαfemale mask: fem nom /voc /acc dualβρυδαλίχᾱ, βρυδαλίχαfemale mask: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 βρυδαλίχας
βρυδαλίχᾱς, βρυδαλίχαfemale mask: fem acc plβρυδαλίχᾱς, βρυδαλίχαfemale mask: fem gen sg (doric aeolic) -
3 βρυγκός
A = βρόχος, Id. [full] βρυδαλίχα, ἡ, female mask; also, lewd woman ([dialect] Lacon.), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυγκός
-
4 βρυλλιχίζειν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυλλιχίζειν
-
5 βρυαλίζων
Grammatical information: v.Meaning: διαρρήσσων H.Derivatives: βρυαλιγμόν ψόφον, ἦχον and βρυαλίκται πολεμικοὶ ὀρχησταί `μενέδουποι' Ἴβυκος καὶ Στησίχορος H. Further Λακωνικὰ ὀρχήματα διὰ Μαλέας... καὶ βρυάλιχα..., προσωρχοῦντο δε γυναῖκες καὶ Α᾽πὸλλωνι (Poll. 4,104); βρυλλιχισται [read βρυαλ-] οἱ αἰσχρὰ προσωπεῖα περιτιθέμενοι γυναικεῖα καὶ ὕμνους ᾄδοντες H.; βρυδάλιχα (read βρυάλιχα?; ms. - ίχα) πρόσωπον γυναικεῖον H. (further corrupt).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: From *βρύαλος (-η, - ον), itself from βρύω (s. v.), but its meaning does not fit well. On the meaning one compares βρυάσομαι ἀναβακχεύσομαι μετά τινος κινήσεως H. Probably a Pre-Gr. word. - Fur 174 also cites βρυανιῶν μετεωριζόμενος καὶ κορωνιὼν H.Page in Frisk: 1,272Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρυαλίζων
См. также в других словарях:
βρυδαλίχα — βρυδαλίχᾱ , βρυδαλίχα female mask fem nom/voc/acc dual βρυδαλίχᾱ , βρυδαλίχα female mask fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυδαλίχας — βρυδαλίχᾱς , βρυδαλίχα female mask fem acc pl βρυδαλίχᾱς , βρυδαλίχα female mask fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)