-
1 βρουλός
βρουλός· πονηρός, Hsch. [full] βροῦνος· ἐνεὸς ἢ μαινόμενος, Id. [full] βρούξ· τράχηλος, βρόγχος, Id. [full] βρούτιδες· γυναῖκες οὕτω καλούμεναι, Cyr., Suid. [full] βροῦτος,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρουλός
-
2 βρῦτος
Grammatical information: m.Meaning: `beer' from barley (Archil.)Derivatives: βρύτεα (- ια) n. pl. `refuse of olives or grapes, τὰ στέμφυλα' (Ath.). - βρύτινος (Cratin.), βρυτικός (Antiph.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Thrac.Etymology: Loanword (as appears from the variant forms) from Thracian, that can be identical with OE brođ, OHG prod `juice', OIr. bruth `glow' (* bhrutos, -om). Closest is Lat. dēfrŭtum n. `must boiled down' from Lat. ferv(e)ō; s. Schrijver, Lar. Lat. 254f. The length of the Gr. υ is unexplained. From Thrac. βρύτεα, - ια was derived Lat. brīsa `refuse of grapes', but much is uncertain here: s. Demiraj, Alban. Etym. s.v. bërsī. S. Pok. 143f. (Not to φρέαρ, φορύνω.)Page in Frisk: 1,273Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρῦτος
-
3 προέρχομαι
προέρχομαι mid. dep.; impf. προηρχόμην; fut. προελεύσομαι; 2 aor. προῆλθον; pf. 3 sg. προελήλυθεν (Just.) (Hdt.+; ins, pap, LXX; TestSol; TestJob 10:3; TestJos 19:3 [8]; EpArist 235 πρ. εἰς=‘go over to’; Philo, Joseph., Just.; Tat. 5, 2; Mel., P. 66, 469; Ath., 10, 3, R. 17 p. 69, 8).① to continue to advance, go forward, advance, proceed w. acc. of degree or way (Pla., Rep. 1, 328e; 10, 616b ὁδόν) μικρόν a little (Plut., Thes. 11, 1; cp. Jos., Vi. 304 πρ. ὀλίγον) Mt 26:39 (v.l. προσελθών); Mk 14:35 (v.l. προσελθών). ῥύμην μίαν go along one lane or go one block farther Ac 12:10. πρ. ὡσεὶ πόδας λ´ Hv 4, 2, 1.—Of time advance, come on (Iambl., Vi. Pyth. 35, 251) τὸ κυρίου πάσχα προέρχεται Dg 12:9.—Of Christ ἵνα εἰς κόσμον προέλθῃ that he might come into this world AcPlCor 2:6.② to precede as leader/guide, go before. W. acc. of pers. (Plut., Brut. 995 [25, 4] ὁ Βροῦτος πολὺ προῆλθε τοὺς κομίζοντας τὸ ἄριστον=Brutus went before the bearers) Ἰούδας προήρχετο αὐτοὺς Lk 22:47 (v.l. αὐτῶν; for the gen. cp. X., Cyr. 2, 2, 7; Jdth 2:19; Just., A I, 23, 1). For Lk 1:17 s. 3.③ to precede so as to be ahead, come/go before someone, go on before or ahead (cp. Sir 32:10) abs. (Herodian 1, 5, 2) Ac 20:5 (v.l. προσελθόντες). πρ. ἐπὶ τὸ πλοῖον go on board the ship beforehand vs. 13 (v.l. προσελθόντες). πρ. εἰς ὑμᾶς go on to you ahead (of me) 2 Cor 9:5. οἱ προελθόντες με ἀπὸ Συρίας εἰς Ῥωμην those who have gone ahead of me from Syria to Rome IRo 10:2.— Arrive at a place before τινά someone προῆλθον αὐτούς Mk 6:33 (vv.ll. προσῆλθον αὐτοῖς et al.). προελεύσεται (v.l. προσελεύσεται) ἐνώπιον αὐτοῦ Lk 1:17 (cp. Gen 33:3, 14).④ to come to the fore, come out, proceed (2 Macc 4:34; Philo, Op. M. 161; Jos., Bell. 4, 651; Just., D. 30, 1 al.)ⓐ abs. come out of the house (Ps.-Lucian, De Asin. 47; POxy 472, 5 [II A.D.]) Ac 12:13 v.l. (for προσῆλθεν). Of Christ come out (of the womb) GJs 17:3.ⓑ come forth, proceed, of Christ’s transcendent origin ἀπό from (πρ. ἀπό as 2 Macc 10:27 v.l.; Just., D. 64, 7 al.) ἀφʼ ἑνὸς πατρός IMg 7:2; ἀπὸ σιγῆς 8:2 (Proclus on Pla., Cratyl. p. 67, 9 Pasqu.: God ἀπʼ ἄλλου προῆλθεν; 100, 6).—M-M.
См. также в других словарях:
Βρούτος, Μάρκος Ιούνιος — (Marcus Junius Brutus, Ρώμη 85 – Φίλιπποι 42 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός, ένας από τους δολοφόνους του Καίσαρα. Προερχόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, έμεινε ορφανός από πατέρα και ανέλαβε την ανατροφή του ο θείος του Κάτων ο Ουτικανός, που τον… … Dictionary of Greek
Βρούτος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λεύκιος Ιούνιος Β. (Lucius Junius Brutus, ; – 507; π.Χ.). Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Ταρκυνίας, αδελφής του Ταρκύνιου του Υπερήφανου, τελευταίου βασιλιά της Ρώμης. Λέγεται ότι πήρε το… … Dictionary of Greek
Βρούτος, Γεώργιος — (Αθήνα 1843 – 1908). Γλύπτης. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα με δάσκαλο τον Ιωάννη Κόσσο. Από το 1866 έως το 1873 μαθήτευσε στη Ρώμη, στη σχολή του Κανόβα. Το 1883 διαδέχτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών τον Λεωνίδα Δρόση και δίδαξε… … Dictionary of Greek
Врутос, Георгиос — Георгиос Врутос греч. Γεωργιος Βρουτος … Википедия
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Димитриадис, Константинос — Константинос Димитриадис (греч. Κωνσταντηνος Δημητριαδης; 1881(1881), Стенимахос (ныне Асеновград, Болгария) 28 октября 1943, Афины) греческий скульптор … Википедия
BRUTUS Junius (M) — I. M. Junius BRUTUS percussoris Caesaris pater, quem tres de Iure Civili scripsisse libros, Cicer. l. 2. de Oratore, c. 55. auctor est, Marianas partes secutus a Pompeio victus, profligatusque est. Post mortem Syllae, quum Lepidus Consul bellum… … Hofmann J. Lexicon universale
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
Αλφιέρι, Βιτόριο — (Vittorio Alfieri, Άστι 1749 – Φλωρεντία 1803). Ιταλός συγγραφέας. Θεωρείται o πρώτος δραματουργός της Ιταλίας. Η εξαιρετικά πολυκύμαντη ζωή του τον οδήγησε σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Πρωσία, Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία,… … Dictionary of Greek
Έμπυλος ο Ρόδιος — (1ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος της ρητορικής. Συνδέθηκε φιλικά με τον Βρούτο, την εποχή που ο τελευταίος σπούδαζε ρητορική στη Ρόδο. Αργότερα ταξίδεψε στη Ρώμη και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του. Έγραψε διατριβή με τίτλο Βρούτος, στην οποία δικαιολογεί τη… … Dictionary of Greek