-
1 βροχωτός
βροχωτόςformed by a noose: masc /fem nom sg -
2 βροχωτός
βροχωτός, όν,2 twisted, corded, of chain-work,β. ἔργον Aq.
, Sm.Ex.28.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βροχωτός
-
3 βροχωτόν
βροχωτόςformed by a noose: masc /fem acc sgβροχωτόςformed by a noose: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
βροχωτός — formed by a noose masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχωτός — ή, ό (Α βροχωτός, ή, όν) [βρόχος] αυτός που έχει σχήμα βρόχου αρχ. πιασμένος στον βρόχο, παγιδευμένος … Dictionary of Greek
βροχωτόν — βροχωτός formed by a noose masc/fem acc sg βροχωτός formed by a noose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek