-
1 βροτοστυγής
βροτο-στῠγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βροτοστυγής
См. также в других словарях:
πολυστυγής — ές, Μ πολύ στυγερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στυγής (< στύγος), πρβλ. βροτο στυγής] … Dictionary of Greek